κακοφαγία

κακοφαγία
η
1. το να τρώγει κανείς ανεπαρκή ή ανθυγιεινή τροφή, ολιγοφαγία, υποσιτισμός, κακή διατροφή
2. (ψυχιατρ.) παθολογική ψυχική κατάσταση ατόμων που από διαστροφή τής ορέξεως τρώνε είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -φαγία (< -φαγος < θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον τού ἐσθίω*), πρβλ. ολιγο-φαγία, πολυ-φαγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακοφαγία — η κακοτροφία, το να τρώει κανείς λίγη ή κακή τροφή: Από την κακοφαγία δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”